κοιλοστομια

κοιλοστομια
    κοιλοστομία
    κοιλο-στομία
    ἥ [κοῖλον II] глухое произношение Quint.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοιλοστομια" в других словарях:

  • κοιλοστομία — κοιλοστομία, ἡ (Α) [κοιλόστομος] η ιδιότητα αυτού που έχει βαρύτονη, βαθιά, υπόκωφη φωνή …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»